- διάνυση
- η (Α διάνυσις, -εως) [διανύω]1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι2. η απόσταση που διανύθηκε3. επιτέλεση, ολοκλήρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάνυση — η το αποτέλεσμα του διανύω, η ενέργεια πορείας: Η προπόνηση περιλαμβάνει τη διάνυση δύο χιλιομέτρων καθημερινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανύσῃ — διανύσηι , διάνυσις distance traversed fem dat sg (epic) διανύω bring quite to an end aor subj mid 2nd sg (attic) διανύω bring quite to an end aor subj act 3rd sg (attic) διανύω bring quite to an end fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκετηρίς — δεκετηρίς, η (Α) [δεκέτηρος] 1. περίοδος δέκα ετών 2. (λατ. decennaria) γιορτή τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων για τη διάνυση δεκαετίας στην εξουσία … Dictionary of Greek